προδίνω

προδίνω
προδίνω και προδίδω πρόδωσα, προδόθηκα, προδομένος
1. αθετώ ηθική υποχρέωση που ανάλαβα: Πρόδωσε τον όρκο του.
2. δίνω την ευχέρεια στον εχθρό να βλάψει την πατρίδα μου: Όποιος προδίνει την πατρίδα του είναι άξιος για περιφρόνηση.
3. παραδίνω κάποιον στους εχθρούς του, καταδίδω: Ο Ιούδας πρόδωσε το Χριστό στους διώχτες του.
4. αποκαλύπτω, φανερώνω: Πρόδωσε μυστικά της υπηρεσίας του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προδίνω — προδίνω, πρόδωσα βλ. πίν. 131 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προδίνω — Ν βλ. προδίδω …   Dictionary of Greek

  • αλληλοπροδίδομαι — ή δίνομαι προδίνομαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν προδίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + προδίδω ή προδίνω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • διεμπολώ — διεμπολῶ ( άω) (Α) [εμπολώ] 1. πωλώ σε διάφορους ή σε κομμάτια 2. γεν. εμπορεύομαι 3. προδίνω, απατώ 4. για γάμο που συμφωνήθηκε σε εμπορική βάση …   Dictionary of Greek

  • εκφερομυθώ — ἐκφερομυθῶ ( έω) (Α) αποκαλύπτω, κοινολογώ, προδίνω, φανερώνω μυστικά («ἐκφερομυθεῑσθαί τι τῶν πραττομένων», Αιν.) …   Dictionary of Greek

  • κατείπον — κατεῑπον και κατεῑπα (Α) (χρησιμοποιείται ως αόρ. β τού καταγορεύω*) 1. (με γεν. ή με εμπρόθ. προσδ.) κατηγορώ, καταγγέλλω κάποιον («μὴ πρὸς θεῶν ἡμῶν κατείπης», Αριστοφ.) 2. (με αιτ.) αναφέρω, ανακοινώνω, καταγγέλλω, προδίνω κάποιον ή κάτι 3.… …   Dictionary of Greek

  • προδίδω — και προδώνω και προδίνω, μτχ. παθ. παρακμ. προδομένος, Ν 1. παραβιάζω, αθετώ ηθική υποχρέωση, υπόσχεση ή όρκο («πρόδωσε τη φιλία μας») 2. παραδίδω με δόλιο τρόπο την πατρίδα, αποκαλύπτω μυστικά τής πατρίδας μου στον εχθρό, δίνω στον εχθρό τη… …   Dictionary of Greek

  • προδίδω — προδίδω, πρόδωσα βλ. πίν. 186 και πρβλ. προδίνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απεμπολώ — εμπόλησα, πουλώ κάτι που μου εμπιστεύτηκαν, προδίνω από ιδιοτέλεια: Απεμπόλησε τα δίκαια της πατρίδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταπροδίδω — και καταπροδίνω καταπρόδωσα, καταπροδόθηκα, καταπροδομένος, κάνω φανερή προδοσία, προδίνω, εγκαταλείπω κάποιον στην τύχη του: Καταπρόδωσε την πατρίδα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”