προδίνω — προδίνω, πρόδωσα βλ. πίν. 131 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προδίνω — Ν βλ. προδίδω … Dictionary of Greek
αλληλοπροδίδομαι — ή δίνομαι προδίνομαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν προδίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + προδίδω ή προδίνω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
διεμπολώ — διεμπολῶ ( άω) (Α) [εμπολώ] 1. πωλώ σε διάφορους ή σε κομμάτια 2. γεν. εμπορεύομαι 3. προδίνω, απατώ 4. για γάμο που συμφωνήθηκε σε εμπορική βάση … Dictionary of Greek
εκφερομυθώ — ἐκφερομυθῶ ( έω) (Α) αποκαλύπτω, κοινολογώ, προδίνω, φανερώνω μυστικά («ἐκφερομυθεῑσθαί τι τῶν πραττομένων», Αιν.) … Dictionary of Greek
κατείπον — κατεῑπον και κατεῑπα (Α) (χρησιμοποιείται ως αόρ. β τού καταγορεύω*) 1. (με γεν. ή με εμπρόθ. προσδ.) κατηγορώ, καταγγέλλω κάποιον («μὴ πρὸς θεῶν ἡμῶν κατείπης», Αριστοφ.) 2. (με αιτ.) αναφέρω, ανακοινώνω, καταγγέλλω, προδίνω κάποιον ή κάτι 3.… … Dictionary of Greek
προδίδω — και προδώνω και προδίνω, μτχ. παθ. παρακμ. προδομένος, Ν 1. παραβιάζω, αθετώ ηθική υποχρέωση, υπόσχεση ή όρκο («πρόδωσε τη φιλία μας») 2. παραδίδω με δόλιο τρόπο την πατρίδα, αποκαλύπτω μυστικά τής πατρίδας μου στον εχθρό, δίνω στον εχθρό τη… … Dictionary of Greek
προδίδω — προδίδω, πρόδωσα βλ. πίν. 186 και πρβλ. προδίνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απεμπολώ — εμπόλησα, πουλώ κάτι που μου εμπιστεύτηκαν, προδίνω από ιδιοτέλεια: Απεμπόλησε τα δίκαια της πατρίδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπροδίδω — και καταπροδίνω καταπρόδωσα, καταπροδόθηκα, καταπροδομένος, κάνω φανερή προδοσία, προδίνω, εγκαταλείπω κάποιον στην τύχη του: Καταπρόδωσε την πατρίδα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)